αχνός

αχνός
-ή, -ό
επίρρ. αχνά χλομός, κίτρινος, αδύνατος: Από την αρρώστια ήταν πολύ αχνός.
————————
ο
η άχνη (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ …   Dictionary of Greek

  • αχνάδα — (I) η 1. ατμός υγρού που βράζει 2. η οσμή φαγητού όπως μεταδίδεται από τον αχνό του 3. ομίχλη 4. καπνός 5. ασθενέστατος ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αχνός]. (II) η 1. η λευκότητα («η αχνάδα του χιονιού») 2. η ωχρότητα («η αχνάδα που το πρόσωπο τώρα… …   Dictionary of Greek

  • αχνίζω — (I) 1. γίνομαι αχνός, ωχρός 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 3. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) 1. βγάζω αχνό 2. θερμαίνω ή ψήνω κάτι στον αχνό 3. εκθέτω στην επίδραση του αχνού (κυρίως για θεραπευτικούς λόγους,… …   Dictionary of Greek

  • αχνιάζω — (I) γίνομαι αχνός, χλωμιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) [άχνα (Ι)] βγάζω άχνα, μόλις ακούγομαι …   Dictionary of Greek

  • άμπουρος — και ας, ο ατμός που αναδίδεται από αναπνοή, βρασμό κ.λπ., αχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κουτσοβλάχικο aburu (= ατμός)] …   Dictionary of Greek

  • άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… …   Dictionary of Greek

  • άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • αχνί — το κοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παχνί έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *παθνίον, υποκορ. τού αρχ. πάθνη, άλλο τ. τού φάτνη* με τις εξής μεταβολές: *παθνίον >… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”